αθαλάσσωτος

αθαλάσσωτος
-η, -ο (Α αθαλάσσωτος, -ον και ἀθαλάττωτος, -ον) [θαλασσώνω]
1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός
2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα
2. αυτός που δεν έπαθε θαλάσσωμα, που δεν έχει οικονομική ή άλλη ζημιά
3. (για πράγματα, πράξεις κ.λπ.) που δεν τά ‘κάνε «θάλασσα», ξεκαθαρισμένος, σαφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθαλάσσωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έκανε θαλασσινό ταξίδι, που δεν ξέρει από θάλασσα: Ο άνθρωπος, αθαλάσσωτος, άρχισε να ανακατεύεται μόλις ξεκίνησε το πλεούμενο. 2. αυτός που έμεινε χωρίς να «θαλασσωθεί», να «σαλατοποιηθεί»: Στο τέλος δεν είχε αφήσει τίποτε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθαλάττωτοι — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάττωτος — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαλάσσευτος — ἀθαλάσσευτος, ον (Α) ο αθαλάσσωτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”